08 Απριλίου 2023

Η Παπαδιαμάντειος γλώσσα του λαού


Η παπαδιαμαντική γλώσσα είναι προσωπική γλώσσα. Διαθέτει δηλαδή πρωτοτυπία. Η γοητεία της, ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνο από την πρωτοτυπία, καθώς γνωρίζουμε ότι έχουμε στην ελληνική γλώσσα λογοτεχνικά έργα αισθητικά άρτια ή και πληρέστερα σε κατεργασία, αλλά δεν είναι Παπαδιαμάντης. Λείπει η προέκταση που μας μεταφέρει στο επίκεντρο της πνευματικότητας, στη μεταφυσική ρίζα της ζωής.



Η παπαδιαμαντική γλώσσα εδράζεται στο συνταίριασμα παράδοσης και δεξιοσύνης. Ή αλλιώς στην επιδέξια αξιοποίηση της παράδοσης. Και υπερέχει κατά το ότι μας μεταφέρει στην πνευματικότητα της παράδοσης και στην πραγματικότητα του λαϊκού βίου.


Οποιαδήποτε λοιπόν συζήτηση γύρω από τη γλώσσα και τη μορφολογία του έργου του Παπαδιαμάντη θα ήταν ελλιπής, αν δε φανέρωνε τις πηγές της έμπνευσής του δημιουργού της. Γιατί γλώσσα και περιεχόμενο είναι αλληλένδετα στο έργο του σκιαθίτη. Πρώτα όμως οι απόψεις του συγγραφέα σχετικά με τη γλώσσα.


Οι απόψεις του Παπαδιαμάντη για τη γλώσσα

Ο Παπαδιαμάντης, αν και έζησε μέσα στη δίνη των γλωσσικών αντιπαραθέσεων, δεν θέλησε να ταυτιστεί με καμιά γλωσσική παράταξη. Είναι γνωστή η αποστροφή του προς τον Κοραή, αλλά και προς τον Ψυχάρη. Πίστευε πως καμιά γλωσσική μορφή δεν μπορεί να επιβληθεί από τους διανοούμενους. Οι γλώσσες δεν επιβάλλονται, έλεγε. Εξελίσσονται αβίαστα καθώς χρησιμοποιούνται και λαλιούνται κατά τις ανάγκες του λαού, «που τις παίζει έτσι όπως θα έπαιζε το λαγούτο και το κανονάκι του, για να εκφράσει με ήχους τα ανέκφραστα λόγια».


Ο Παπαδιαμάντης το ξέρει καλά αυτό γιατί είναι βγαλμένος από το λαό. Γι’ αυτό και ντύνει το έργο του με τη γλώσσα που έχει μάθει από τους ανθρώπους του νησιού του, από τους απλούς ανθρώπους της Αθήνας, όπου ζει από το 1873 «πότε νηστικός και πότε χορτάτος», όπως γράφει στον πατέρα του, από τα λειτουργικά βιβλία της εκκλησίας, την Αγία Γραφή, τα υμνολόγια, τα συναξάρια, τους πατέρες, τους αρχαίους. Γι’ αυτό και δεν υπάρχουν ταξινομημένες ιστορικές περίοδοι στη γλώσσα του, όπως δεν υπάρχουν διαχωρισμένες εποχές του ελληνισμού στην ψυχή του. Είναι ολάκερος, ακέραιος, μοναδικός, φτιαγμένος από τη στόφα του άρραφου χιτώνα του ελληνισμού. Το έργο του είναι ζωντανή μαρτυρία αυτής της ιδιόμορφης σύνθεσης της ρωμιοσύνης, που είναι ταξίδι, καράβι, θάλασσα ανοιχτή…


Η στάση λοιπόν του Παπαδιαμάντη στο γλωσσικό είναι έλλειψη στάσης και στράτευσης. Επικρίνει κάθε μονομέρεια και οικτίρει τον ελληνικό λαό για τη σύγχυση που του έχουν προκαλέσει οι πνευματικοί ηγέτες του: «Ο λαός ετούτος είναι ο πλέον άτυχος των λαών του κόσμου, επειδή οι οδηγοί του σκέφτονται έτσι άστοχα αρκετές φορές. Κρίμα! Και επειδή εις την ελληνικήν γλώσσαν άλλως νοούμεν, άλλως ομιλούμεν και άλλως γράφομεν». Η γλώσσα για τον Π. είναι ενιαία, είναι φυσικός οργανισμός, λαϊκό δημιούργημα, και εξελίσσεται φυσικά και αβίαστα. Το περιλάλητο λοιπόν γλωσσικό ζήτημα ουδέποτε ανέκυψε για τον Παπαδιαμάντη, ή, εάν ανέκυψε, επελύθη μεγαλοφυώς.


Τα χαρακτηριστικά της παπαδιαμαντικής γλώσσας

Πώς λοιπόν, με βάση τις σωστές αυτές, από γλωσσολογική άποψη, θέσεις, οργανώνει ο ίδιος τη γλώσσα του;

Η γλώσσα του Παπαδιαμάντη –το είπαμε ήδη- είναι εντελώς προσωπική και ιδιότυπη. Φαίνεται ότι η φτώχεια (που διασφάλιζε την ελευθερία του) κατέληξε να είναι η αρετή του. Ελεύθερος από συμβάσεις, σε διάσταση μάλλον με το περιβάλλον του, γνήσιος και ιδιόμορφος, διαμορφώνει ένα είδος καθαρού και πλήρους λόγου. Ο ίδιος είχε υποχρεωθεί εν είδει διαμαρτυρίας να εξομολογηθεί: «Δεν ομοιάζω με κανέναν. Ομοιάζω με τον εαυτό μου». Ήταν ως να έλεγε: [Βρεττάκος]

«Η γλώσσα που χρησιμοποιώ, αιρετική ή όχι, δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Διάλεξα τη γλώσσα με την οποία νόμισα πως θα μπορούσα να ειπώ και να ζωγραφίσω καλύτερα τα όσα είπα και εζωγράφισα. Ο δογματισμός της δημοτικής των ημερών μου, θα με αποστερούσε από τη λεκτική επάρκεια που είχα ανάγκη. Ίσως μετά 100 χρόνια, γύρω στο 1980 λ.χ., η δημοτική να έχει γίνει μια φιλελεύθερη, επαρκής και ευέλικτη γλώσσα, την οποία, αν ζούσα, ευχαρίστως θα χρησιμοποιούσα. Με τη γλώσσα αυτή την «αιρετική» συλλέγω και ταξινομώ και αναδεικνύω τα δάκρυα και τους στεναγμούς των ανώνυμων. Των φτωχών και των κατατρεγμένων. Με την ίδια κατηγορώ την «πλουτοκρατίαν» ως τον διαρκή «αντίχριστο που γεννά την αδικία. Και η φυγή μου επίσης προς τους καιρούς και τα συμβάντα των παιδικών ημερών, η νοσταλγός αναζήτηση της θαλπωρής που γεννούσαν γύρω μου οι εκδηλώσεις πίστης των απλών ανθρώπων, με το ίδιο ζεστό ένδυμα ντύθηκε. Τα φλεγόμενα συναισθήματά μου, που γεννιούνται από την πραγματικότητα, ο τρόπος με τον οποίο διαμαρτύρομαι συνεχώς, επιτιμώ και σαρκάζω, δεν μοιάζει με κανενός άλλου. Ομοιάζω με τον εαυτό μου».


Ποια είναι λοιπόν η ιδιοτυπία της γλώσσας αυτής; Ο μελετητής Λίνος Πολίτης έχει διακρίνει τρία επίπεδα (αναβαθμούς) στη γλώσσα του Παπαδιαμάντη και την άποψη ασπάζονται έκτοτε όλοι οι μελετητές:

α) Στους διαλόγους του ο συγγραφέας χρησιμοποιεί σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη την ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη με σκιαθίτικους ιδιωματισμούς,

β) Στην αφήγηση υιοθετεί μιαν άλλη γλώσσα που έχει βάση την καθαρεύουσα, αλλά με πρόσμειξη πολλών στοιχείων δημοτικής, και καταλήγει σ’ ένα προσωπικό ύφος,

γ) Στις περιγραφές και στις λυρικές παρεκβάσεις του ο Παπαδιαμάντης χρησιμοποιεί μια προσεγμένη και αυστηρή καθαρεύουσα.

Ας δούμε τα πράγματα πιο αναλυτικά μέσα από τα παπαδιαμαντικά κείμενα:


 Η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα

Είναι γεγονός ότι ο Παπαδιαμάντης πλημμύρισε την Αθήνα με τους ταπεινούς ήρωες των σκιαθίτικων διηγημάτων του και τα γνήσια λαϊκά ήθη της πατρίδας του. Η πρωτεύουσα που ζει την περίοδο της αστικοποίησης και είναι εκτεθειμένη σε ποικίλες ιδεολογικές και πολιτισμικές επιρροές από την Ευρώπη, δέχεται την επίθεση της ελληνικότητας από τα διηγήματα του σκιαθίτη δημιουργού.

Ωστόσο ο Παπαδιαμάντης δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει φωτογραφικά την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά την μεταμορφώνει, με την επίδραση υποκειμενικών παραγόντων, όπως είναι η νοσταλγία, ο ρεμβασμός και η θρησκευτικότητά του. Εκτός όμως από τον ποιητικό αυτό κόσμο υπάρχει και ο κόσμος του κακού. Η ξενιτιά, η τοκογλυφία, η κομματική συναλλαγή, το κουτσομπολιό των λαδικών, η άδικη καταλαλιά, το έγκλημα, η σκλαβιά των γυναικών σε ένα μέθυσο σύζυγο κ.λπ. επανέρχονται μονίμως με μια ρεαλιστική γραφή. Ο φτωχόκοσμος, η ανέχεια, η καθημερινή βιοπάλη και η εξαθλίωση είναι το μόνιμο σκηνικό του.

Το σκηνικό αυτό υπαγορεύει την ανάλογη γλώσσα. Μια γνήσια λαϊκή γλώσσα, εμπλουτισμένη μάλιστα με διαλεκτικά στοιχεία των ηρώων του, συνηθέστερα με το σκιαθίτικο γλωσσικό ιδίωμα. Στόχος αμετάθετος: η απόδοση της πραγματικότητας.

Παράδειγμα:

[«Στο Χριστό στο κάστρο»]

«Αλλά το κυριώτερο θύμα του παπα Φραγκούλη ήτον ο Αλεξανδρής ο ψάλτης. Έξαφνα τον ηρώτα:

- Δε μου λες, Αλαξανδρή, τι θα πη τώρα, στην καταβασία των Χριστουγέννων, «ο ανυψώσας το κέρας ημών;». Ποιος είν’ αυτός ο ανυψώσας;

- Να, ο ανηψιός σας, απήντα ο κυρ-Αλεξανδρής μη εννοών άλλως την λέξιν.

- Και τι θα πη «Σκύλα Βαβυλών της βασιλίδος Σιών;», ηρώτα πάλιν ο παπάς.

Να, σκύλλα Βαβυλών, απήντα ο ψάλτης, νομίζων ότι περί σκύλλας πράγματι επρόκειτο».


[«Φόνισσα»]

Η κυνηγημένη από τους χωροφύλακες Φραγκογιαννού πίνει από τη βρύση άπ’ όπου «μόνον τα πετεινά του ουρανού ηδύναντο να πίνουν», και μονολογεί:

-Αχ! Καθώς πίνω απ’ τη βρυσούλα σας, πουλάκια μου, δώστε μου και τη χάρη σας να πετάξω!...

Και εγέλασε μοναχή της, απορούσα πού εύρε τον αστεϊσμόν αυτόν εις τοιαύτην ώραν. Αλλά τα πουλιά, όταν την είδαν, είχαν αγριεύσει, κι επέταξαν έντρομα…»


[«Πατέρα στο σπίτι»]

-Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάννα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.

-Χωρίς πεντάρα;

-Ναι.

-Και τι έγινε ο πατέρας σου;

-Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.

[εκμετάλλευση του διαλόγου. Σε πέντε αράδες ένα συγκλονιστικό ανθρώπινο βάρος]

[«Η Νοσταλγός»]

- Σύρε στο καλό, Μαθιέ μου π’λάκι μου, του είπε με τόνον ειλικρινούς συγκινήσεως το Λαδιώ. Κρίμα που είμαι μεγαλύτερη στα χρόνια από σένα. Αν πέθαινε ο μπαρμπα-Μοναχάκης, θα σ’ έπαιρνα.]


[«Υπηρέτρα»]

Ο ήρωας, ο μπαρμπα-Διόμας, απαριθμεί τα παρελθοντικά του βάσανα και την αλγεινή επαφή του με την κυβερνητική γραφειοκρατία. «Ενίοτε, ελλείψει ομιλητού, διηγείτο τα παράπονά του εις τους ανέμους και εις τα κύματα». Ας δούμε πώς προσπαθεί ο συγγραφέας να φτάσει στο ανώτατο σημείο απόδοσης της πραγματικότητας:

«Πήγα δα και στην Αθήνα, σ’ εκείνο το Ιπομμαχικό, και μόδωκαν, λέει, δυο σφάκελα να τα πάω στο Σοκομείο, να παρουσιαστώ στην Πιτροπή. Πήγα στην πιτροπή, ο ένας γιατρός με ηύρε γερό, ο άλλος σακάτη, κι αυτοί δεν ήξευραν… ύστερα γύρισα στο Υπουργείο και μου είπαν «σύρε στο σπίτι σου κι εμείς θα σου στείλομε τη σύνταξή σου». Σηκώνομαι φεύγω, έρχομαι δω, περιμένω, περνάει ο μήνας, έρχονται τα χαρτιά στο λιμεναρχείο, να πάω λέει πίσω στην Αθήνα, έχουν ανάγκη να με ξαναδούν. Σηκώνω τριάντα δραχμές από ένα γείτονα γιατί δεν είχα να πάρω το σωτήριο για το βαπόρι, γυρίζω πίσω στην Αθήνα, χειμώνα καιρό, δέκα μέρες με παίδευαν να με στέλνουν από το υπουργείο στο Ιππομαχικό, κι από κει στο Σοκομείο, ύστερα μου λένε «πάαινε και θα βγει η απόφαση». Σηκώνομαι φεύγω γυρίζω στο σπίτι μου, καρτερώ… Είδες εσύ σύνταξη; Άλλο τόσο κι εγώ».


[Λεξιλόγιο ενός αγράμματου. Συμπάθεια. Αληθοφάνεια, ρεαλισμός. Παραφθορά=συμπαράθεση δυο διαφορετικών κόσμων. Ο στόχος: διχασμός ανάμεσα στο ισχυρό κράτος και στον αδύναμο πολίτη].

Στην «Αποκριάτικη Νυχτιά» τρεις άνθρωποι που βρέθηκαν κατ’ ανάγκη μαζί, προσπαθούν να επικοινωνήσουν:

«Ο γέρων Ζαχαρίας, οφείλων κάτι να είπη, έδειξε δια του παραθύρου την ευρείαν έκτασιν της πόλεως και του ελαιώνος, λέγων:

-Έχουμε από δω, κύριε ανθυπασπιστά, ωραίαν θεάν.

-Μάλιστα, -είπεν ο ανθυπασπιστής, και μέσα του εμορμύρισεν: «έχετε μάλιστα δύο θεάς».

Είτα όλοι εσιώπησαν.

-Έμαθα ότι έχετε κι ένα  υιόν εις τον στρατό, είπεν ο ανθυπασπιστής.

-Ναι είπεν ο κυρ Ζαχαρίας, όστις ηπόρησε πώς δεν εσυλλογίσθη να το αναφέρη πρώτος. «Αυτός δεν ήθελε να πάει κατά το ένθιμον, και άμα έληξεν η θητεία του, έμεινεν εις τον στρατόν. Να περιμένη τώρα προβιβασμόν! Αν έχη τύχην, όπως τον εκατήντησαν τον στρατόν με τα κόμματά τους! Αυτοί οι πολιτικοί, αυτοί οι βουλεπταί, εκατάστρεψαν το Έθνος ανάθεμά τους! Κάψιμο θέλουν όλοι τους! Εγνώρισα εγώ στα χρόνια μου λοχίους, δεκαενείς, οπού είναι, έως αυτής της ημερός, συνταγματαρχαίοι και ταγματαρχαίοι.

[Εδώ δεν έχουμε διαλεκτικά στοιχεία. Οι γλωσσικές παραφθορές συνδηλώνουν την προσπάθεια κοινωνικής ανόδου, την προσαρμογή σ’ ό,τι θεωρείται υψηλός λόγος –καθαρεύουσα – ειρωνεία]

Ας δούμε ακόμη ένα παράδειγμα από το «Γυνή πλέουσα». Ένας καπετάνιος επιστρέφει στο σπίτι του για να περάσει το χειμώνα. Η γυναίκα του, που αγαπά το κρασί, στέλνει βιαστικά το γιό της στο μπακάλικο να πει στον καταστηματάρχη να μη ζητήσει από τον άντρα της να τον πληρώσει για το κρασί, που αυτή κατανάλωνε εν απουσία του. Από το διάλογο μάνας και γιου:

-Ακόμα, μάννα, δεν έγιν’ η τυρόπιττα;

-Άκουσε παιδί μ’ Μανώλη να σ’ πω ένα κρυφούτσικο: ξέρεις το Γιαννιό τον Κισσιώτη, όπου σ’ έστελνα κι εγέμιζες τη μποτίλια κρασί;

-Πως.

-Να πας να του πης…

-Να μ’ δώσης τυρόπιττα…

-Τώρα, να ψηθή πρώτα… Να πας να πης του Κισσιώτη…

-Τι;

-Κείνα τα βερεσέδια πες οπ’ του χρωστώ, μην πιάση πες τον πατέρα σου κι εγώ θα κάμω νόμο-τρόπο. Άκουσες;

-Ναι.

-Σύρε, τρέχα γλήγορα να τα’ πεις και να ρθής. Να έφτυσα…

-Δώ’ μ’ πρώτα λιγάκι τυρόπιττα -Δεν έγινε ακόμα… Ώσπου να ρθης πίσω θα γένη. Τρέχα μην περάσ’ ο πατέρας και τονε πιάση. Τι σούπα να πεις;

-Να κείνα τα βερεσέδια… μην τα πιάσ’ ο πατέρας… και συ θα κάμεις τον ώμο τρόπο…

-Όχι μην τα πιάσ’ ο πατέρας. Αυτός να μην πιάση τον πατέρα σ’ και τα γυρεύει…

Τρέχα νάχης την ευκή μ’

Δώ’ μ’ τυρόπιττα. Να τώρα έγινε, θα καεί…

[Κάθε ήρωας βιώνει τη δική του κατάσταση, έχει το δικό του πρόβλημα… Ταπεινοί ήρωες, ταπεινή και απλή και κατανοητή η γλώσσα].


Η καθαρεύουσα με πρόσμειξη στοιχείων δημοτικής

Εκτός από την απλή αυτή γλώσσα, είναι γνωστή η συμπάθεια του συγγραφέα στην καθαρεύουσα της εποχής. Τον οδηγεί άραγε σ’ αυτήν η αγάπη του στη λογιοσύνη, η επιθυμία του να ακριβολογήσει στην έκφραση, ή η εκκλησιαστική παιδεία του; Και πώς κατορθώνει να κάνει τη γλώσσα αυτή αγαπητή μέχρι σήμερα;

«Αγαπούν όλοι και σέβονται την καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη», μας λέει ο Τέλλος Άγρας. «Αγαπούν και τα ρητά –τα ολίγα- των αρχαίων τραγικών και –τα πάμπολλα- της Γραφής, χωρία ολόκληρα από τους Ψαλμούς και τους Προφήτας […]. Αλλ’ η καθαρεύουσα του Παπαδιαμάντη –συνεχίζει ο Άγρας-κάνει θαύματα, γιατί αντλεί από όλο τον πλούτο «της τελειότερης γλώσσας του κόσμου», γιατί δανείζεται και τις λέξεις της δημοτικής, ενώ για τη σύνταξη, είχε για πρότυπο είτε την ίδια την αρχαία, είτε την τελειότερη απ’ τις σύγχρονες, τη γαλλική. Επιπλέον, ο Παπαδιαμάντης είχε αλάθητο το αίσθημα του προφορικού, του δημοτικού λόγου. «Σε κανένα συγγραφέα οι διάλογοι δεν είναι τόσο απολύτως φυσικοί, όσο είναι σ’ αυτόν. Το αίσθημα όμως της ακριβολογίας τον οδηγούσε στην καθαρεύουσα. Άλλωστε ως τα 1905, κι αργότερα ακόμα, η πεζογραφία μας, μη δεν ήταν κατά μέγα μέρος καθαρεύουσα»;


Η καθαρεύουσα λοιπόν του Παπαδιαμάντη έχει βαθιές ρίζες. Κυρίως όμως είναι συνειδητή επιλογή του δημιουργού, προκειμένου να υπηρετήσει με τη γλώσσα αυτή τις ιδέες του. Η θησαυρισμένη μέσα του πλούσια μνήμη από τα πολλά κοιτάσματα του νεοελληνικού ψυχισμού ζητά διέξοδο. Αυτό το μέσα πλούτος φέρνει ο συγγραφέας στην επιφάνεια με το καθαρό ιδίωμα του καιρού του.


 Μια καθαρεύουσα η οποία δεν είναι γλώσσα εργαστηρίου, όπως εκείνη του λογιοτατισμού της εποχής,  που, ενώ διατηρεί τα εξωτερικά στοιχεία της τυπικότητας και της επισημότητας, πάλλεται από λυρισμό και απεχθάνεται κάθε ρητορεία


Άρθρο του Του Αντώνη Καρτσάκη, δρ φιλολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γηξκ.